γραψαῖος

γραψαῖος
γραψαῖος, ,
A crab, Diph.Siph. ap. Ath.3.106d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γραψαῖοι — γραψαῖος crab masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύγραψος — ο ζωολ. γένος καβουριών τής παράκτιας ζώνης που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pachygrapsus < pachy (< παχύς) + grapsus < αρχ. γραψαῖος»κάβουρας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”